παραινέω

Revision as of 05:05, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

3sg. impf.

   A παρῄνει Th.1.139; Ion. παραίνεε Hdt.8.19: fut. -έσω S.OC1181, Ar.Pax1245, D.37.11, etc.; -έσομαι Pl.Mx.236e: aor. παρῄνεσα S.Ph.1434, Ar.Ra.1420, Isoc. 12.264; Ion. -αίνεσα Hdt.1.80: pf. παρῄνεκα Isoc.Ep.2.1, Luc.Im. 16:—Pass., aor. παρῃνέθην Hp.Fract.8: pf. inf. παρῃνῆσθαι Th.7.69:— exhort, recommend, advise, παραίνεσε μὴ φειδομένους κτείνειν πάντα Hdt.1.80; ὧδε παραινέων, πέμψαντα δέεσθαι Id.3.4; π. τινί c. inf., Ar. Ra.1132, Pl.Phdr.234b; τοῖς ναύταις παραινῶ μὴ ἐκπεπλῆχθαι Th.7.63; π. τινί τι Pi.P.6.23, A.Pr.309, S.OC464, etc.; τι Hdt.1.59, 5.31, etc.; π. τινί advise a person, A.Ch.903; τοῖς πέλας Th.5.9; ἄλλῳ πονοῦντι ῥᾴδιον παραινέσαι Philem.75.1:—Pass., ὥσπερ πρότερον παρῃνέθη Hp. l.c., cf. Th.7.69.    2 advise or recommend publicly, propose, παρῄνει τοιάδε Id.1.139, cf. IG12.90.43, etc.; π. περὶ τῶν παρόντων Th.2.13; οὐ π. advise not... c. inf. (cf. οὔ φημι, etc.), ib.18.

German (Pape)

[Seite 479] (s. αἰνέω, fut. παραινέσομαι, Plat. Menex. 236 e, auch παραινέσω, Soph. O. C. 1183 Ar. Ran. 1420, παρῃνεκώς Isocr. ep. 2, 1), zureden, ermuntern, rathen, warnen; Πηλεΐδᾳ ἐφημοσύναν, Pind. P. 6, 23; neben νουθετέω, Aesch. Pers. 264; παραινέσαι γέ σοι θέλω τὰ λῷστα, Prom. 307, vgl. Ch. 890; τὸ σπεύδειν δέ σοι παραινῶ, Soph. Phil. 617, vgl. 1335 Trach. 667; πιθοῦ μοι κεἰ νέα παραινέσω, O. C. 1183; ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν, Eur. Alc. 1081; Phoen. 460 u. öfter; Ar. Nub. 89; u. in Prosa, gew. c. inf., παραινέσας τὰ κρέσσω αἱρέεσθαι, Her. 8, 83. 9, 122; παρῄνει τοιάδε, Thuc. 1, 139; εἰ ἅπασί σοι παραινῶ χαρίζεσθαι, Plat. Phaedr. 234 b; περί τινος, Legg. IV, 718 d; καὶ παραθαῤῥύνω, aufmuntern, Xen. Hell. 2, 1, 5; es folgt auch eine indirecte Frage, ὁποίους τινὰς χρη εἶναι, Xen. Cyr. 3, 3, 35.

Greek (Liddell-Scott)

παραινέω: παρατ. παρῄνει Θουκ., Ἰων. παραίνεε Ἡρόδ.· μέλλ. -έσω, Σοφ. Ο. Κ. 1181, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1429, Εἰρ. 1246, Δημ., κλ.· -έσομαι Πλάτ. Μενέξ. 236Ε, Λουκ. Εἰκόν. 16· ἀόρ. παρῄνεσα Σοφ. Φ. 1434, Ἀριστοφ., Ἰσοκρ.· πρκμ. παρῄνεκα Ἰσοκρ. 407Α. - Παθ., ἀόρ. παρῃνέθην Ἱππ.: πρκμ. ἀπαρ. παρῃνῆσθαι Θουκ. 7. 69. Προτρέπω, συμβουλεύω, π. τινι ποιεῖν τι Ἡρόδ. 1. 80., 3. 4, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1132, Πλάτ. Φαῖδρ. 234Α· τοῖς ναύταις παραινῶ μὴ ἐκπεπλῆχθαι Θουκ. 7. 63· π. τινι Πινδ. Π. 6. 23, Αἰσχύλ. Πρ. 307, κτλ.· τι Ἡρόδ. 1. 59., 5. 31, Σοφ. Ο. Κ. 464, κτλ.· π. τινι, συμβουλεύω τινά, δίδω συμβουλὴν εἴς τινα, Αἰσχύλ. Χο. 903, Θουκ. 5. 10· ἄλλῳ πονοῦντι ῥᾴδιον παραινέσαι ἔστιν Φιλήμων ἐν «Σικελικῷ» 1. -Παθ., ὥσπερ παρῃνέθη Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 757. 2) συμβουλεύω, προτρέπω δημοσίᾳ, παρῄνει τοιάδε Θουκ. 1. 139, κτλ.· ὡσαύτως, π. περί τινος ὁ αὐτ. 3. 13· οὐ π., συμβουλεύω νὰ μή.., μετ’ ἀπαρ., ὡς τὸ οὔ φημι κτλ., ὁ αὐτ. 2. 18. Πρβλ. αἰνέω.

French (Bailly abrégé)

impf. παρῄνουν, f. παραινέσω, rar. παραινέσομαι, ao. παρῄνεσα, pf. παρῄνεκα;
Pass. ao. παρῃνέθην, pf. παρῄνημαι;
1 conseiller, exhorter : τινι, rar. τινα qqn ; τι donner un conseil ; τινί τι conseiller qch à qqn ; τινι ποιεῖν τι HDT exhorter qqn à faire qch ; π. ὁποίους τινὰς χρὴ εἶναι XÉN remontrer ce que doivent être (ces citoyens, des soldats, etc.);
2 avertir;
3 encourager.
Étymologie: παρά, αἰνέω.

English (Slater)

παραινέω
   1 advise, make aware of, c. acc. & dat. ἐφημοσύναν, τά ποτ' ἐν οὔρεσιν φαντὶ μεγαλοσθενεῖ Φιλύρας υἱὸν ὀρφανιζομένῳ Πηλείδᾳ παραινεῖν (P. 6.23) υἱοῖσί τε φράζων παραινεῖ (sc. τοῦτ' ἔπος) (I. 6.68)

English (Strong)

from παρά and αἰνέω; to mispraise, i.e. recommend or advise (a different course): admonish, exhort.

English (Thayer)

παραινῶ; imperfect 3rd person singular παρῄνει; to exhort, admonish: with the addition of λέγων followed by direct discourse, τινα (in classical Greek more commonly τίνι (Winer s Grammar, 223 (209); Buttmann, § 133,9)), followed by an infinitive Buttmann, §§ 140,1; 141,2). (From Herodotus and Pindar down; 3 Maccabees 5:17.)

Greek Monotonic

παραινέω: γʹ ενικ. παρατ. παρῄνει, Ιων. παραίνεε· μέλ. -έσω και -έσομαι· αόρ. αʹ παρῄνεσα, παρακ. παρῄνεκα — Παθ., απαρ. παρακ. παρῃνῆσθαι·
I. 1. νουθετώ, συνιστώ, συμβουλεύω, παραινέω τινὶ ποιεῖν τι, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· παραινέω τί τινι, σε Αισχύλ.· παραινέω τινί, συμβουλεύω κάποιον, στον ίδ.
2. συμβουλεύω ή προτείνω δημόσια, παρῄνει τοιάδε, σε Θουκ.· οὐ παραινέω, συμβουλεύω να μην κάνει κάτι κάποιος, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

παραινέω: (fut. παραινέσω и παραινέσομαι; impf. παρῄνουν; pass.: aor. παρῃνέθην, pf. παρῄνημαι) убеждать, увещевать, советовать (τινι Thuc.; τινί τι Pind.; τινι ποιεῖν τι Her., Plat. и τινα ποιεῖν τι NT; περί τινος Thuc., Plat.): π. ὁποίους τινὰς χρὴ εἶναι Xen. указывать, как кто должен себя вести.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-αινέω, Ion. aor. παραίνεσα, aansporen, raad geven; met dat.:; παραινεῖς μοι καλῶς jij geeft mij een goed advies Aeschl. Ch. 903; met acc. v. h. inw. obj.:; κέρδη παραινεῖς jij geeft nuttig advies Soph. Ant. 1326; met dat. en acc. v. h. inw. obj.:; παραινέσαι σοι βούλομαι τὰ σύμφορα ik wil je een advies geven dat je voordeel brengt Soph. OC 464; met inf.:; παραίνεσε... κτείνειν πάντα hij gaf opdracht iedereen te doden Hdt. 1.80.3; met dat. en inf.: τοῖς ναύταις παραινῶ μὴ ἐκπεπλῆχθαι de bemanningsleden van de vloot spoor ik aan niet bij de pakken neer te zitten Thuc. 7.63.3.

Middle Liddell

3rd sg. imperf. παρῄνει ionic παραίνεε fut. -έσω and -έσομαι aor1 παρῄνεσα perf. παρῄνεκα Pass., perf. inf. παρῃνῆσθαι
1. to exhort, recommend, advise, π. τινὶ ποιεῖν τι Hdt., Ar., etc.; π. τί τινι Aesch.; π. τινί to advise a person, Aesch.
2. to advise or recommend publicly, παρῄνει τοιάδε Thuc.; οὐ π. to advise not to do, Thuc.