συνεξαμαρτάνω
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
English (LSJ)
A err along with, share in a fault, Th.3.43, Lys.3.12, etc.; τισι with them, Isoc.6.19, D.61.19, Chrysipp. Stoic.2.38, etc.; μετά τινος Antipho 5.76; σ. τοῖς Αἰτωλῶν ἀσεβήμασιν Plb.5.11.1.
Greek (Liddell-Scott)
συνεξᾰμαρτάνω: ἁμαρτάνω, σφάλλομαι ὁμοῦ μετά τινος, Θουκ. 3. 43, Λυσί. 97. 29, κτλ.· τινι, μετά τινος, Ἰσοκρ. 119Ε, Δημ., κλπ.· μετά τινος Ἀντιφῶν 138. 18· σ. τοῖς ἀσεβήμασί τινος Πολύβ. 5. 11, 1.
French (Bailly abrégé)
se tromper ou faillir avec, τινι.
Étymologie: σύν, ἐξαμαρτάνω.
Greek Monolingual
Α ἐξαμαρτάνω
πέφτω σε πλάνη μαζί με άλλον.
Greek Monotonic
συνεξᾰμαρτάνω: μέλ. -αμαρτήσομαι, έχω μερίδιο ευθύνης σε κάποιο ατόπημα, σε Θουκ. κ.λπ.· τινί, σφάλλω από κοινού με κάποιον, σε Δημ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
συνεξᾰμαρτάνω:
1) вместе заблуждаться, совершать те же ошибки Thuc.;
2) вместе совершать грех, участвовать в преступлении, быть сообщником (τινί Isocr., Dem.): τοῖς ἀσεβήμασί τινος σ. Polyb. быть участником чьих-л. гнусных преступлений.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνεξαμαρτάνω, Att. ook ξυνεξαμαρτάνω mede een grote fout maken, samen een wandaad begaan; met dat. met iem.. Lys. 3.12.
Middle Liddell
fut. -αμαρτήσομαι
to have part in a fault, Thuc., etc.; τινί with one, Dem., etc.