ἄνομβρος

From LSJ
Revision as of 11:55, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίονOnus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt

Menander, Monostichoi, 450
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄνομβρος Medium diacritics: ἄνομβρος Low diacritics: άνομβρος Capitals: ΑΝΟΜΒΡΟΣ
Transliteration A: ánombros Transliteration B: anombros Transliteration C: anomvros Beta Code: a)/nombros

English (LSJ)

ον,

   A without rain, of countries, Hdt.2.22, 4.185.    2 ἄ. ῥοαί streams not fed by showers, E.Ba.406.

German (Pape)

[Seite 240] (bei Clem. Al. auch ἀνόμβρως), regenlos, χώρα Her. 4, 185; Eur. Bacch. 406 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἄνομβρος: -ον, στερούμενος ὄμβρων, ἐπὶ χωρῶν, ἄνομβρος ἡ χώρη καὶ ἀκρύσταλλος Ἡρόδ. 2. 22., 4. 185. 2) ἃν ἑκατόστομοι βαρβάρου ποταμοῦ ῥοαὶ καρπίζουσιν ἄνομβροι, μὴ τρεφόμεναι ὑπὸ τῶν ὑετῶν, Εὐρ. Βάκχ. 406.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans pluie.
Étymologie: ἀ, ὄμβρος.

Spanish (DGE)

-ον
secode países, Hdt.2.22, 4.185, de un río ῥοαὶ ... ἄνομβροι corrientes que no reciben lluvia E.Ba.408, cf. Hdt.2.25.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄνομβρος, -ον) όμβρος
(για τόπους) αυτός που δεν δέχεται αρκετές βροχές, ξηρός
αρχ.
(για ποταμούς, λίμνες κ.λπ) αυτός που δεν τροφοδοτείται με βροχές.

Greek Monotonic

ἄνομβρος: -ον, αυτός που δεν έχει βροχή, λέγεται για χώρες, σε Ηρόδ.· ἄν. ῥοαί, ποτάμια που δεν τροφοδοτούνται από καταιγίδες, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἄνομβρος:
1) не орошаемый дождем (χώρα Her.);
2) не питаемый дождями (ποταμοῦ ῥοαί Eur.).

Middle Liddell


without rain, of countries, Hdt.; ἄν. ῥοαί streams not fed by showers, Eur.