ἐπίλυπος
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
English (LSJ)
ον, (λύπη)
A sad, γένος Ph.2.29; in low spirits, Aret.SA2.12, SD1.6, Ruf.Fr.70.21. Adv. -πως sadly, ἀπολαύειν Ph.1.136. II. painful, ἐπίλυπον ἡ ἀνδρεία Arist.EN1117a34; τὸ ἐ. a thing that causes pain, ib.1110b19; ἐ. γῆρας Plu.2.13a. Adv. -πως, καταστρέψαι τὸν βίον D.S.17.118.
German (Pape)
[Seite 959] betrübt, traurig, Plut. u. a. Sp.; – auch act. Betrübniß, Trauer hervorbringend, Arist. Eth. Nic. 11, 4. – Adv., D. Sic.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίλῡπος: -ον, (λύπη) σκυθρωπὸς ἐκ λύπης, ἡσυχῇ ἐπίλυποι, κατηφέες Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 12· μελαγχολικός, ἄθυμος, Πλούτ. 2. 13Α. ΙΙ. λυπηρός, προξενῶν λύπην, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 2, 5 κ. ἀλλ.· τὸ ἐπίλυπον, τὸ προξενοῦν λύπην, αὐτόθι 3. 1, 13, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. καματηρόν.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 affligé, triste;
2 affligeant.
Étymologie: ἐπί, λύπη.
Greek Monolingual
ἐπίλυπος, -ον (Α)
1. μελαγχολικός
2. αυτός που προκαλεί λύπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -λυπος (< λύπη), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. ά-λυπος, παυσί-λυπος)].
Russian (Dvoretsky)
ἐπίλῡπος:
1) горестный, печальный (τὸ γῆρας Plut.);
2) огорчительный, причиняющий скорбь Arst.