Τερψιχόρη

From LSJ
Revision as of 10:05, 13 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "*" to "*")

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Τερψῐχόρη Medium diacritics: Τερψιχόρη Low diacritics: Τερψιχόρη Capitals: ΤΕΡΨΙΧΟΡΗ
Transliteration A: Terpsichórē Transliteration B: Terpsichorē Transliteration C: Terpsichori Beta Code: *teryixo/rh

English (LSJ)

ἡ, Dor. and Att. Τερψῐ-χόρᾱ Pi.I.2.7, Pl.Phdr.259c, cf. Choerob.in Theod.2.42 H.:—Terpsichore. the Muse of the dance, Hes. Th.78, etc.    2 Pythag. name of 9, Theol.Ar.58.

Greek (Liddell-Scott)

Τερψιχόρη: ἡ, Δωρικ. -χόρᾱ Πινδ. Ι. 2. 12, ὡς καὶ παρὰ Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 259C, πρβλ. Α. Β. 1173 - ἡ ἐπὶ τοῖς χοροῖς τερπομένη, μία τῶν ἐννέα Μουσῶν, Ἡσ. Θ. 78 κλπ.

French (Bailly abrégé)

v. Τερψιχόρα.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, δωρ. και αττ. τ. Τερψιχόρα Α
μυθ. μία από τις εννέα Μούσες, κόρη του Διός και της Μνημοσύνης, που ήταν προστάτιδα τών ασμάτων και της ορχηστρικής τέχνης και η οποία είχε ως σύμβολα τη λύρα και τον αυλό
αρχ.
το θηλ. πυθαγόρεια ονομασία του αριθμού 9.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τερψι- του τέρπω, σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος (πρβλ. τέρψω, τέρψις) + -χόρη (< χορός)].

Greek Monotonic

Τερψιχόρη: Δωρ. -χόρᾱ, ἡ, αυτή που διασκεδάζει με τους χορούς, μια από τις εννέα Μούσες, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

Τερψι-χόρη, δοριξ Τερψι-χόρᾱ, ἡ,
Terpsichore, dance-enjoying, one of the nine Muses, Hes.