λαιμητόμος

From LSJ
Revision as of 11:25, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")

Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably

Sophocles, Antigone, 1031-2
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαιμητόμος Medium diacritics: λαιμητόμος Low diacritics: λαιμητόμος Capitals: ΛΑΙΜΗΤΟΜΟΣ
Transliteration A: laimētómos Transliteration B: laimētomos Transliteration C: laimitomos Beta Code: laimhto/mos

English (LSJ)

ον,

   A = λαιμοτόμος, AP6.101 (Phil.).

Greek (Liddell-Scott)

λαιμητόμος: -ον, ποιητ. ἀντὶ λαιμοτόμος, Ἀνθ. Π. 6. 101.

Greek Monolingual

-ο (Α λαιμητόμος, -ον)
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η λαιμητόμος
μηχανή εφοδιασμένη με πολύ βαρύ μαχαίρι που πέφτει από ψηλά, με την οποία γινόταν ο αποκεφαλισμός τών καταδικασμένων σε θάνατο, καρμανιόλα, γκιλοτίνα
αρχ.
αυτός που κόβει τον λαιμό, που αποκεφαλίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + τόμος (< -τόμος < τέμνω), πρβλ. γυρη-τόμος, σταχυη-τόμος. Το -η- πιθ. προϊόν αναλογίας αντίστοιχων συνθέτων].

Greek Monotonic

λαιμητόμος: -ον, ποιητ. αντί λαιμοτόμος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

λαιμητόμος: Anth. = λαιμοτόμος.

Middle Liddell

λαιμη-τόμος, ον [poetic for λαιμοτόμος, Anth.]