πρόκωπος

From LSJ
Revision as of 11:25, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")

ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων → what a word has escaped the barrier of your teeth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόκωπος Medium diacritics: πρόκωπος Low diacritics: πρόκωπος Capitals: ΠΡΟΚΩΠΟΣ
Transliteration A: prókōpos Transliteration B: prokōpos Transliteration C: prokopos Beta Code: pro/kwpos

English (LSJ)

ον, (κώπη) of the sword,

   A grasped by the hilt, drawn, A. Ag.1651 (troch.), E.Or.1477 (lyr.), al.    2 metaph., ready, A.Ag. 1652 (troch.); ἔχειν π. τὴν δεξιάν Hdn.7.5.4.    3 elongated, Aret. SD2.4 (πρόκοποι codd.); of the os uteri, advanced, Sor.1.34 (Comp., προκοπώτερον cod.).

German (Pape)

[Seite 732] das Schwert am Griffe haltend; Aesch. Ag. 1652; auch ξίφος πρόκωπον πᾶς τις εὐτρεπιζέτω, das Schwert, das Einer bereits am Griffe gefaßt hält, schlagfertig machen, 1651, wie πρόκωπον ξίφος Eur. Or. 1478; πρόκωπον ἔχων τὴν ἅρπην, Luc. D. Mar. 14, 3.

Greek (Liddell-Scott)

πρόκωπος: -ον, (κώπη) ἐπὶ τοῦ ξίφους, ὁ ἀπὸ τῆς κώπης ἤτοι τῆς λαβῆς κρατούμενος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1651, Εὐρ. Ὀρ. 1477. κ. ἀλλ. 2) μεταφορ., ἕτοιμος, πρόχειρος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1652· πρ. ἔχειν τὴν δεξιὰν Ἡρῳδιάν. 7. 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 que l’on tient par la poignée, càd en parl. d’une épée prête pour le combat;
2 qui tient la poignée de l’épée, qui se tient l’épée à la main.
Étymologie: πρό, κώπη.

Greek Monolingual

-η, -ο / πρόκωπος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο πρόκωπος
ναυτ. κωπηλάτης λέμβου ο οποίος κάθεται στην πρώτη από την πλώρη σειρά σέλματος
αρχ.
1. αυτός που κρατά ένα ξίφος από τη λαβή
2. έτοιμος, πρόχειρος («ἔχειν πρόκωπον τὴν δεξιάν», Ηρωδιαν.)
3. επιμήκης
4. (για οστό) προεκτεταμένος
5. φρ. «πρόκωπον ξίφος» — προτεταμένο ξίφος που κρατιέται από τη λαβήξίφος πρόκωπον πᾱς τις εὐτρεπιζέτω», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -κωπος (< κώπη «κουπί, λαβή»), πρβλ. επί-κωπος].

Greek Monotonic

πρόκωπος: ον, (κώπη), λέγεται για ξίφος, αυτό που πιάνεται, που τραβιέται από, σε Αισχύλ., Ευρ. — μεταφ., έτοιμος, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόκωπος -ον [πρό, κώπη] van een zwaard bij het gevest gepakt:. ξῖφος πρόκοπον getrokken zwaard Eur. Or. 1478. van pers. met de hand aan het gevest, slagvaardig. Aeschl. Ag. 1652.

Russian (Dvoretsky)

πρόκωπος:
1) схваченный за рукоятку, т. е. вынутый из ножен, обнаженный (ξίφος Aesch., Eur.; ἅρπη Luc.);
2) схвативший меч за рукоятку: κἀγὼ π. Aesch. и у меня меч в руке.

Middle Liddell

πρό-κωπος, ον, κώπη
of a sword, grasped by the hilt, drawn, Aesch., Eur.:—metaph. ready, Aesch.