αγνάντια

From LSJ
Revision as of 11:35, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>τα [[" to "τα [[")

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source

Greek Monolingual

και αγνάντι επίρρ.
απέναντι, αντίκρυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από τη συνεκφορά: τα εναντία > ταϊνάντια > ταjνάντια > τ' αγνάντια. Λιγότερο πιθανή η παραγωγή από το ἐκναντία που προτείνει ο P. Kretschmcr (Lesblsche Dialect 174).
ΠΑΡ. αγναντερός, αγναντεύω, αγναντιάζω, αγνάντιος, άγναντος].