Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αὐτοσφαγής

From LSJ
Revision as of 15:15, 15 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ">" to ">")

Τὰ πλεῖστα θνητοῖς τῶν κακῶν αὐθαίρετα → Ab ipsis fere parantur mala mortalibus → Von Sterblichen ist selbstgewählt das meiste Leid

Menander, Monostichoi, 499
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτοσφᾰγής Medium diacritics: αὐτοσφαγής Low diacritics: αυτοσφαγής Capitals: ΑΥΤΟΣΦΑΓΗΣ
Transliteration A: autosphagḗs Transliteration B: autosphagēs Transliteration C: aftosfagis Beta Code: au)tosfagh/s

English (LSJ)

ές,

   A slain by oneself or by kinsmen, both in S.Aj.841 (prob. spurious), cf. E.Ph.1316.

German (Pape)

[Seite 402] ές, Soph. Ai. 828 ὥσπερ εἰσορῶσ' ἐμὲ αὐτοσφαγῆ πίπτοντα (durch eigene Hand getödtet: so auch Eur. Phoen. 1326), τὼς αὐτοσφαγεῖς πρὸς τῶν φιλίστων ἐκγόνων ὀλοίατο, durch den Zusatz erkl., durch Blutsverwandte getödtet.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοσφᾰγής: -ές, ὁ ὑφ’ ἑαυτοῦ ἤ ὑπὸ τῶν ἑαυτοῦ συγγενῶν σφαγεῖς· ἀμφότεραι αἱ ἔννοιαι ὑπάρχουσιν ἐν Σοφ. Αἴ. 841· αὐτοσφαγῆ πίπτοντα, τὼς αὐτοσφαγεῖς πρὸς τῶν φιλίστων ἐκγόνων ὀλοίατο· κατὰ τὸν Σχολ. οἱ στίχοι οὗτοι ἐθεωροῦντο νόθοι· ἀλλ’ ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ πρβλ. Εὐρ. Φοιν. 1316.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui s’égorge lui-même, qui meurt égorgé par un des siens.
Étymologie: αὐτός, σφάζω.

Spanish (DGE)

(αὐτοσφᾰγής) -ές
1 que se da la muerte, suicida S.Ai.841, E.Ph.1316.
2 que recibe la muerte de manos de uno de su familia αὐτοσφαγεῖς πρὸς τῶν φιλίστων ἐκγόνων ὀλοίατο ¡ojalá perezcan asesinados a manos de sus más queridos allegados! S.Ai.841 (bis).

Greek Monolingual

αὐτοσφαγής, -ές (Α)
αυτός που σφάχτηκε μόνος του ή τον έσφαξαν οι συγγενείς του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + -σφαγής < σφάζω > (πρβλ. νεοσφαγής)].

Greek Monotonic

αὐτοσφᾰγής: -ές (σφάζω), αυτός που σφαγιάζεται από τον εαυτό του ή από συγγενείς του, σε Σοφ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

αὐτοσφᾰγής: убивший сам себя или убитый своими близкими Soph., Eur.

Middle Liddell

σφάζω
slain by oneself or by kinsmen, Soph., Eur.