Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

επισκοπώ

From LSJ
Revision as of 12:30, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494

Greek Monolingual

(AM ἐπισκοπῶ, -έω) επίσκοπος
είμαι επίσκοπος, επισκοπεύω
αρχ.-μσν.
ενδιαφέρομαι, προνοώ, φροντίζω για κάποιον («ὅπου ἐπισκοπεῑ τὸ φῶς τοῦ προσώπου Σου, Κύριε»)
αρχ.
1. παρατηρώ, εξετάζω, βλέπω κάτι («ὦ Ζεῡ, χρόνῳ μὲν τἄμ’ ἐπεσκέψω κακά», Ευρ.)
2. επισκέπτομαι («ὦ θάνατε, νῡν μ’ ἐπίσκεψαι μολών», Σοφ.)
3. (με ενδοιαστ. πρότ.) προσέχω μήπως («ἐπισκοποῡντες μή τις ὑστερῶν ἀπὸ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῡ», ΚΔ)
4. (για στρατηγό) επιθεωρώ
5. επισκέπτομαι κάποιον ως φίλος ή γιατρός
6. σκέπτομαι, μελετώ κάτι καλά («ὅτι ἂν μέλλῃς ἐρεῑν, πρότερον ἐπισκόπει τῇ γνώσῃ», Ισοκρ.).