καπηλειό

From LSJ
Revision as of 12:30, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source

Greek Monolingual

και καπηλείο(ν), καπουλειό και καπελειό, το (AM καπηλεῑον)
οινοπωλείο, ταβέρνα
αρχ.
μικρό κατάστημα πώλησης αναγκαίων, μικρό παντοπωλείο («καὶ δᾷδας λαβόντες ἐκ τοῦ ἐγγύτατα καπηλείου», Λυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. καπηλειό < καπηλεῖο(ν) < κάπηλος. Ο τ. καπελειό < καπηλειό με επίδραση του κάπελας, ο δε τ. καπουλειό με επίδραση τών ουσ. σε -πουλειό < -πωλειό (πρβλ. κρασοπουλειό)].