ζοφοδορπίδας

From LSJ
Revision as of 12:35, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")

ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζοφοδορπίδας Medium diacritics: ζοφοδορπίδας Low diacritics: ζοφοδορπίδας Capitals: ΖΟΦΟΔΟΡΠΙΔΑΣ
Transliteration A: zophodorpídas Transliteration B: zophodorpidas Transliteration C: zofodorpidas Beta Code: zofodorpi/das

English (LSJ)

α, ὁ,

   A supping in the dark or in secret, of Pittacus, Alc. 37 B, cf. Plu.2.726a: ζοφοδορπίας in Theognost.Can.20, Zonar.; ζοφο-δερκίας, Hsch., Suid.

German (Pape)

[Seite 1140] nannte Alcäus den Pittakus, der im Finstern, im Verborgenen zu Abend ißt, D. L. 1, 81; Plut. Symp. 8, 6, 3. Bei Suid. ζοφοδορπίας = ὁ σκοτεινὸς δεῖπνος (was wohl σκοτόδειπνος heißen soll, wie Theognost. Cram. 20 λαθροφάγος erkl.).

Greek (Liddell-Scott)

ζοφοδορπίδας: -ου, ὁ, δειπνῶν ἐν τῷ σκότει ἢ κρυφίως, περὶ τοῦ Πιττακοῦ, Ἀλκαῖ. παρὰ Διογ. Λ. 1. 81, πρβλ. Πλούτ. 2. 726Α· - δορπίας παρ’ Ἡσυχ., Σουΐδ.

Greek Monolingual

ζοφοδορπίδας και ζοφοδορπίας και ζοφοδερκίας, ὁ (Α)
1. αυτός που δειπνάει στο σκοτάδι ή κρυφά («τοῦτον [τον Πιττακό] ἀποκαλεῑ ζοφοδορπίδαν ώς ἄλυχνον», Διογ. Λαέρ.)
2. (σε αντίθεση με τον τρεχέδειπνον) αυτός που προσέρχεται τρέχοντας στο δείπνο και βιάζεται να προφθάσει («τοὺς βράδιον ἐπὶ τὸ δεῑπνον ἐλθόντας... κωλυσιδείπνους καὶ ζοφοδορπίδας», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζόφος + δόρπον «δείπνο»].

Russian (Dvoretsky)

ζοφοδορπίδας: ου (ῐ) ὁ ужинающий впотьмах (одно из прозвищ, данных Алкеем Питтаку Митиленскому, который ел вечернюю трапезу не зажигая огня) Diog. L.