πρόπτωση

From LSJ
Revision as of 13:05, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὕδωρ δι' ἀκριβείας ἐστί τινι → water is scarce for someone

Source

Greek Monolingual

η / πρόπτωσις -ώσεως, ΝΑ προπίπτω
1. πτώση προς τα εμπρός ή προς τα κάτω
2. ιατρ. η μετατόπιση οργάνου του σώματος από τη φυσιολογική θέση του και, ειδικότερα, η πτώση οργάνου ή τμήματος οργάνου από τη φυσιολογική του θέση εξαιτίας της χαλάρωσης τών στηρικτικών του μέσων (α. «πρόπτωση της μήτρας» β. «πρόπτωσις ὑστέρας», Διοσκ.)
αρχ.
1. (σχετικά με τα μάτια) εκβολή προς τα έξω, προεκβολή
2. η προεκβολή τών δοράτων της φάλαγγας
3. κλίση, ροπή προς κάτι
4. εσπευσμένη, αστήρικτη κρίση
5. εκφυλισμός
6. μτφ. το να προσπίπτει κανείς στα πόδια κάποιου ικετεύοντάς τον
7. φρ. «ἡ τοῦ φθόγγου πρόπτωσις» — εκφώνηση, προφορά.