οὐδενόσωρος
ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men
English (LSJ)
ον, (ὤρα)
A worth no notice or regard, τείχεα… ἀβλήχρ' οὐδενόσωρα Il.8.178; ὀστέον Opp.H.2.478.
German (Pape)
[Seite 410] keiner Achtung werth, nichtswürdig, verächtlich, τείχεα ἀβλήχρ' οὐδενόσωρα, Il. 8, 178.
Greek (Liddell-Scott)
οὐδενόσωρος: ον (ὥρα) ἀνάξιος φροντίδος ἢ προσοχῆς, τείχεα ... ἀβλήχρ’ οὐδενόσωρα Ἰλ. Θ. 178· ὀστέον Ὀππ. Ἁλ. 2. 478. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «οὐδενόσωρα· οὐδὲ μιᾶς φροντίδος ἄξια· ὠρεῖν γὰρ τὸ φροντίζειν καὶ φυλάσσειν· ἐντεῦθεν τὸ ὀλιγωρεῖν καὶ πολυωρεῖν. Ἀ[π]πίων δὲ οὐδενὸς φυλακτικά».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ne mérite aucune attention, méprisable.
Étymologie: οὐδείς, ὤρα.
Greek Monolingual
οὐδενόσωρος, -ον (Α)
ανάξιος φροντίδας, προσοχής ή λόγου, αξιοκαταφρόνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδέν, -ενός + ὤρα (II) «φροντίδα» (πρβλ. ολίγ-ωρος)].
Greek Monotonic
οὐδενόσωρος: -ον (ὤρα), αυτός που είναι ανάξιος να αναφέρεται ή να χαίρει εκτίμησης, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
οὐδενόσωρος: ничтожный, не стоящий внимания (τείχεα Hom.).