ὁλοτελής
μὴ πιστεύσητε τοῖς ἀμαθεστέροις ὑμῶν αὐτῶν → do not believe those who are more ignorant than you yourselves
English (LSJ)
ές,
A quite complete, 1 Ep.Thess.5.23, Placit.5.21.2, Vett.Val.247.8 ; ἀνεισφορία IG 7.2713.45 (Acraephia). Adv. -λῶς, gloss on ὁλοσχερῶς, Suid., cf. Nech. ap. Vett.Val.155.3, Peripl.M.Rubr.30, Aq.De.13.16.
German (Pape)
[Seite 327] ές, ganz vollendet, vollkommen, Plut. plac. phil. 5, 21.
Greek (Liddell-Scott)
ὁλοτελής: -ές, πλήρης, ἐντελής, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 2, 20, Πλούτ. 2. 909Β. - Ἐπίρρ. -λῶς, Σουΐδ.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
achevé, parfait.
Étymologie: ὅλος, τέλος.
English (Strong)
from ὅλος and τέλος; complete to the end, i.e. absolutely perfect: wholly.
English (Thayer)
ὁλοτελες (ὅλος, τέλος), perfect, complete in all respects: Plutarch, plac. philos. 5,21; (Field, Hexapla, Psalm 50:21); ecclesiastical writings.)
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ ὁλοτελής, -ές)
πλήρης, τέλειος, εντελής.
επίρρ...
ολοτελώς (ΑΜ ὁλοτελῶς)
καθ' ολοκληρίαν, εντελώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + -τελής (< τέλος), πρβλ. νεο-τελής].
Russian (Dvoretsky)
ὁλοτελής: цельный, законченный, завершенный Arst., NT, Plut.
Chinese
原文音譯:Ðlotel»j 何羅-帖累士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:全部-完成
字義溯源:貫徹到底,全然的,未受破壞的,完全的,徹底的;由(ὅλος)*=整個)與(τέλος)=界限)組成;而 (τέλος)出自 (τελέω)X*=有目標的計劃
出現次數:總共(1);帖前(1)
譯字彙編:
1) 全然(1) 帖前5:23