неполный
From LSJ
τῷ οὖν τόξῳ ὄνομα βίος, ἔργον δὲ θάνατος → the bow is called life, but its work is death (Heraclitus)
Russian > Greek
ἡμίοπος, ἡμιτελής, καταδεής, ἀσυντέλεστος, ἀναπάρτιστος, ἀτελείωτος, ἐλλιπής, ἀποδεής, κολοβός, καταληκτικός, ἐλλειπτικός