яркий
From LSJ
αἴθ' ἔγω, χρυσοστέφαν' Ἀφρόδιτα, τόνδε τὸν πάλον λαχοίην (Sappho, fr. 33 L-P) → Oh gold-crowned Aphrodite, if only this winning lot could fall to me
αἴθ' ἔγω, χρυσοστέφαν' Ἀφρόδιτα, τόνδε τὸν πάλον λαχοίην (Sappho, fr. 33 L-P) → Oh gold-crowned Aphrodite, if only this winning lot could fall to me
ἀριπρεπής, πορφύρεος, πορφυροῦς, φλογοειδής, πληκτικός, ὀξύς, διιπετής, ἀνθοφυής, εὐανθής, διαφανής, φλογωπός, κρουστικός, εὔχρως, διαφεγγής, στέροψ, λαμπρός, φανός, λευκός, φαιδρός, φαεινός, φαεννός, ἀγλαώψ, ἀνθηρός, καθαρός, πολυκαής, ἀντίτυπος