тщательно
From LSJ
Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt
Russian > Greek
ἀνακῶς, ἐπιστρεφῶς, ἐπιστρεφέως, μεμελημένως, πύκα, ἀργυραμοιβικῶς, ἁρμοστῶς, θεραπευτικῶς, ἐπιστατικῶς, διηυκρινημένως, σκεθρῶς, ἐξεταστικῶς, κεκριμένως, ἐξειργασμένως, συγκεκροτημένως, σπουδαίως