плодородный
From LSJ
Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst
Russian > Greek
πολύσπορος, βαθύς, βαθύσπορος, πίων, εὔοχθος, πολύκαρπος, πολυτραφής, καρποφόρος, κάρπιμος, ἐργατήσιος, εὔκαρπος, ἀρώσιμος, γόνιμος, βούνομος, εὔκρατος, πολύβωλος, εὔγειος, βαθύγειος, βαθύγεως, βαθύγαιος, εὐγενής, εὐηγενής, βωλάκιος, ἐριβῶλαξ, παχύς