попадать
From LSJ
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
Russian > Greek
εἰσβάλλω, ἐσβάλλω, ἔρχομαι, εἰσβαίνω, ἐσβαίνω, ἐνειλέω, κυρέω, προσκρούω, κύρω, ἐξοκέλλω, θηρεύω, ἐμπλήσσω, ἐμπλήττω, ἐνιπλήσσω, ἐπιπίπτω, προπίπτω, ἐπιτυγχάνω, παρεμπίπτω, διεμπίπτω, ἁλίσκομαι, εἰσπίπτω, ἐσπίπτω, προσπίπτω, ποτιπίπτω, εἰσέρρω, διαπίπτω, παρατυγχάνω, κατολισθάνω, συγκυρέω