надевать на себя
From LSJ
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
Russian > Greek
ἐπιβάλλω, ἀναλαμβάνω, καταδύω, ἀνάπτω, ἀναστέλλω, ἐνδιδύσκω, περιαμπέχω, ἐγκομβόομαι, στολιδόομαι, περιτίθημι, περιάπτω, περάπτω, ἐνδύω, ἕννυμι, ἐπείνυμι, παραρτάω, παραρτέω, περιζώννυμαι, περικαθάπτω, ἐξάπτω, ἐνάπτω, ἐφαρμόζω, ἐφαρμόττω, ἐφαρμόσδω, νεόθεν