осквернять
From LSJ
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
Russian > Greek
κοινόω, χραίνω, λωβάομαι, διόλλυμι, καταρρυπαίνω, διαμολύνω, μολύνω, αἰσχύνω, μιαίνω, σκυλάω, βεβηλόω, κηλιδόω, λυμαίνομαι, καταισχύνω, σπιλόω, καταμιαίνω, πορθέω, πατέω