безмятежный
From LSJ
Russian > Greek
ἀνήνεμος ;; νήνεμος ;; νηκηδής ;; ἀθορύβητος ;; ἄπονος ;; ἄτρομος ;; ὑπερβόρεος ;; σχολαῖος ;; λιπαρός ;; μαλακός ;; ἀπερίσπαστος ;; ἀταλάφρων ;; ἀπερίστατος ;; ἄμοχθος ;; ἀπήμαντος ;; ἀσινής ;; ἀσάλευτος ;; φανός ;; ἀβληχρός ;; γαληνός ;; ἕκηλος ;; ἕκαλος ;; εὔκηλος ;; εὔκαλος ;; λεῖος