обеспечивать
From LSJ
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
Russian > Greek
προσμηχανάομαι, συμπαρέχω, ἐκπορίζω, ἐμπεδόω, παραφυλάσσω, παραφυλάττω, ἀσφαλίζω, ἐκβεβαιόομαι, ἐξασφαλίζομαι, προβλέπομαι, ἐφοδιάζω, ἐποδιάζω, προστατεύω, ὀχυρόω, βεβαιόω, ἐπιμελέομαι, φυλάσσω