плотный
From LSJ
μὴ πιστεύσητε τοῖς ἀμαθεστέροις ὑμῶν αὐτῶν → do not believe those who are more ignorant than you yourselves
Russian > Greek
κατάπυκνος ;; βαθύς ;; δασύς ;; δασεῖα ;; δασύ ;; εὐπίλητος ;; εὔπηκτος ;; ἐΰπηκτος ;; στρογγύλος ;; στεγνός ;; πολύπηνος ;; ἐπήτριμος ;; στιβαρός ;; σύμπυκνος ;; οὖλος ;; πυκνός ;; σύμπηκτος ;; πολυσώματος ;; στερεός ;; στερρός ;; στέριφος ;; πάγιος ;; ἀπόκροτος ;; στιφρός ;; παχύς ;; ἐμβριθής ;; σπαθητός ;; συμπαγής ;; συμμιγής ;; συνεχής