приводить в порядок
From LSJ
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
Russian > Greek
καταρτίζω ;; συγκοσμέω ;; διορθόω ;; ἡμερόω ;; συντίθημι ;; ἀκέομαι ;; κατευτρεπίζω ;; καταστέλλω ;; διασκευάζω ;; ἐγκοσμέω ;; στοιχίζω ;; ῥυθμίζω ;; διαθεσμοθετέω ;; συγκατακοσμέω ;; εὐτρεπίζω ;; ἑτοιμάζω ;; κατακοσμέω ;; συγκαταλέγω ;; ἀρτύνω ;; διακοσμέω ;; κατασκευάζω ;; ἐξασκέω ;; διευκρινέω ;; εὐθετίζω ;; διατάσσω ;; διατάττω ;; ὀρθόω ;; τημελέω ;; καταρτάω