хитрый
From LSJ
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
Russian > Greek
ἀποστερητικός ;; ἐπίκλοπος ;; κλόπιος ;; πολύπλοκος ;; τεχνικός ;; εὐτράπελος ;; πολύτροπος ;; παλιντριβής ;; ἄφυκτος ;; πανοῦργος ;; δριμύς ;; κερδαλέος ;; ἐπίτριπτος ;; μέρμερος ;; δολόεις ;; δολερός ;; δολιόμητις ;; κακοξύνετος ;; κομψός ;; ἑλικτός