calamity
From LSJ
αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασι → automatically do the noble go to the feasts of the noble
P. and V. συμφορά, ἡ, κακόν, τό, πάθος, τό, πάθημα, τό, σφάλμα, τό, P. ἀτύχημα, τό, ἀτυχία, ἡ, δυστύχημα, τό, δυστυχία, ἡ, πταῖσμα, τό; see misfortune.