βουλευτήριον

From LSJ
Revision as of 14:15, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βουλευτήριον Medium diacritics: βουλευτήριον Low diacritics: βουλευτήριον Capitals: ΒΟΥΛΕΥΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: bouleutḗrion Transliteration B: bouleutērion Transliteration C: vouleftirion Beta Code: bouleuth/rion

English (LSJ)

τό,

   A council-chamber, seat of a βουλή, Hdt.1.170, A.Eu.570,684, E.Andr.1097, And.1.36, D.18.169, Pl.Grg.452e, Michel1203 (Iasos), etc.; = Lat. curia, Plu.Cic.31, Hdn.5.5.7.    II Council, Senate, D.H.2.12; of local βουλαί, PLond. 2.408.14 (iv A. D.), etc.; of individuals, δόλια βουλευτήρια treacherous counsellor, E.Andr.446; ῥυσὰ β. Theopomp. Com. 75 (paratrag.).

German (Pape)

[Seite 457] τό, Rathhaus, Aesch. δικαστῶν Eum. 684; Eur. Andr. 1097; Her. 8, 148; Plat. Gorg. 452 e u. öfter, wie Folgde, z. B. Andoc. 1, 95; Plut. Thes. 24; Rathsversammlung D. Hal. 2, 12; Rathgeber Eur. Andr. 446.

Greek (Liddell-Scott)

βουλευτήριον: τό, = βουλεῖον, τόπος ἐν ᾧ συνέρχονται οἱ βουλευταί, τόπος συνδιασκέψεως, Λατ. curia, Ἡρόδ. 1. 170, Αἰσχύλ. Εὐμ. 570, 684, Εὐρ. Ἀνδρ. 1097, Ἀνδοκ. 6. 3, Δημ., κ. ἄλλ.· ― ἡ Ρωμαϊκὴ curia, Ἡρῳδιαν. 5. 5, 12. ΙΙ. αὐτὴ ἡ βουλή, τὸ σύνολον τῶν βουλευτῶν ὡς σωματεῖον, Διον. Ἁλ. 2. 12· ἐπὶ προσώπων, ἀτόμων, δόλια βουλευτήρια, δόλιοι, ἄπιστοι σύμβουλοι, Εὐρ. Ἀνδρ. 446· ῥυσὰ β. Θεόπομπ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 6.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 palais ou salle du conseil;
2 poét. le conseiller.
Étymologie: βουλεύω.

Spanish (DGE)

-ου, τό
A Iconcr.
1 local edificio o sala del Consejo, Consejo gener. (Θαλῆς) ἐκέλευε ἓν β. Ἴωνας ἐκτῆσθαι Hdt.1.170, cf. 7.148, ἀρχαῖσί τ' ἐπληροῦτο βουλευτήρια E.Andr.1097
del Consejo de Atenas ἡ ... βουλὴ εἰς τὸ β. ᾔει And.Myst.36, IG 13.27.10, 105.33, 420.10 (todas V a.C.), Pl.Grg.452e, Lycurg.124, 126, D.18.169, IIasos 252.1 (III/II a.C.).
2 del Tribunal del Areópago ref. al lugar πληρουμένου ... τοῦδε βουλευτηρίου A.Eu.570
ref. a la institución δικαστῶν τοῦτο β. A.Eu.684, cf. 704.
3 equiv. al lat. curia, edificio o lugar de reunión del Senado en Roma, Plu.Cic.31, LXX 1Ma.8.19, App.BC 2.21, Hdn.5.5.7, Cod.Iust.1.4.34.10, 3.52.11, Iust.Nou.38 praef.1
fuera de Roma POxy.2228.32 (III d.C.)
de ahí Senado como institución οἱ ... μετέχοντες τοῦ βουλευτηρίου πατέρες ἔγγραφοι προσηγορεύθησαν D.H.2.12
senado o consejo local ἐκ συναινέσεως παντὸς τοῦ βουλευτηρίου POxy.2110.8, cf. 10 (IV d.C.), πάντες οἱ ἀπὸ τοῦ βουλευτηρίου PAbinn.18.14 (IV d.C.), cf. PMerton 90.10 (IV d.C.), τὰ βουλευτήρια διῴκουν τὰς πόλεις Lyd.Mag.1.28
fig., de la Iglesia τὸ κοινὸν τῶν ψυχῶν β. Basil.M.30.289B.
II abstr. consejo, deliberación (οἱ μνηστῆρες) συνῆλθον εἰς β. κοινόν Charito 1.2.1, βουλευτήρια ἐν πόλεσιν συγκροτεῖται Serap.Ep.Mon.M.40.932D.
B ref. a pers. consejero (Ἀμφιάρεως) κακοῖσι βάζει πολλὰ Τυδέως βίαν ... κακῶν δ' Ἀδράστῳ τῶνδε β. (Anfiarao) ultraja al fuerte Tideo ... consejero de estas desgracias para Adrasto A.Th.575, Σπάρτης ἔνοικοι, δόλια βουλευτήρια habitantes de Esparta, consejeros engañosos E.Andr.446, δεσπότου πενέστου ῥυσὰ βουλευτήρια arrugados consejeros de un siervo-señor Theopomp.Com.75 (parod. trág.).

Greek Monotonic

βουλευτήριον: τό (βουλεύω),
I. χώρος των συνεδριάσεων, χώρος συγκέντρωσης και αγόρευσης των βουλευτών, Λατ. curia, σε Ηρόδ., Αττ.
II. η ίδια η βουλή, το σύνολο του βουλευτικού σώματος· και ποιητ., σύμβουλος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

βουλευτήριον: τό
1) совещательный орган, совет, преимущ. Государственный Aesch., Eur., Her., Plat., Arst., Dem., Plut.;
2) советник (Σπάρτης ἔνοικοι - δόλια βουλευτήρια Eur.).

Middle Liddell

βουλεύω
I. a council-chamber, senate-house, Lat. curia, Hdt., attic
II. the council or senate itself: and poet. a counsellor, Eur.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βουλευτήριον -ου, τό βουλεύω
1. raadsgebouw; in Rome curia.
2. poët., concr. raadgever :. Σπάρτης ἔνοικοι, δόλια βουλευτήρια bewoners van Sparta, verraderlijke raadgevers Eur. Andr. 446.