γνύπετος
From LSJ
μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown
English (LSJ)
ον, (γόνυ, πίπτω)
A falling on the knee:—hence γνυπτέω (leg. γνυπετέω), to be weak, Hsch. γνύποντι (leg. -οῦντι) · ἀσθενοῦντι, Id., and γνύπων, ωνος, depressed or weak, Id.
Greek (Liddell-Scott)
γνύπετος: -ον, (γόνυ, √ΠΕΤ, πίπτω) πίπτω εἰς τὰ γόνατα· ὅθεν γνυπτέω, γνυπόομαι, εἶμαι κατηφὴς ἢ ἀδύνατος, Ἡσύχ.