διαύγεια

From LSJ
Revision as of 15:00, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαύγεια Medium diacritics: διαύγεια Low diacritics: διαύγεια Capitals: ΔΙΑΥΓΕΙΑ
Transliteration A: diaúgeia Transliteration B: diaugeia Transliteration C: diaygeia Beta Code: diau/geia

English (LSJ)

ἡ, = foreg., Philostr.Im.2.1, Them. Or.13.175a, etc.    2 translucency, Plu.2.914b, Hierocl.CA26p.480M.: metaph. of sayings, clarity, Plu.2.408e.    II hole to admit light, D.S.17.82; peephole, Procl.Hyp.3.25.

German (Pape)

[Seite 609] 1) = διαυγασμός, Themist. – 2) eine Oeffnung, durch welche das Licht fällt, D. Sic. 17, 82.

Greek (Liddell-Scott)

διαύγεια: ἡ, =τῷ προηγ., Θεμίστ. 175Α, Κάσσιος Προβλ. (Ἀριστ. 4, σ. 334 Didot.). II. ὁπὴ πρὸς εἴσδυσιν τοῦ φωτὸς (φεγγίτης), Διόδ. 17.82.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
clarté transparente.
Étymologie: διαυγής.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
I 1transparenciadel agua marina, Plu.2.914b, de gemas pintadas en el borde de un cuadro, Philostr.Im.2.1, νύκτες ... φωτὸς πλήρεις καὶ διαυγείας Them.Or.13.175a
fig. acuidad, perspicacia τοῦ νοῦ Plu.2.408e.
2 fig. esplendor τοῦ σωματικοῦ ὀχήματος Hierocl.in CA 26.15, ἐκείνη ... ἀκροτάτη δ. de la divinidad, Dion.Ar.CH 2.4.
II concr. tragaluz κατὰ δὲ μέσην τὴν ὀροφὴν ἀπολελειμμένης διαυγείας D.S.17.82, δι' ἀμφοτέρων τῶν διαυγειῶν πίπτει ἡ ἀκτίς Procl.Hyp.3.25.

Greek Monolingual

(ΑΝ) και διαυγία, η (Α)
1. διαφάνεια, καθαρότητα, ορατότηταδιαύγεια ατμόσφαιρας»)
2. σαφήνεια, ευκρίνειαδιαύγεια πνεύματος» «)
αρχ.
τρύπα απ' όπου περνά το φως, φεγγίτης («κοντὰ δὲ μέσην τὴν ὀροφὴν (τῶν οἰκιῶν) ἀπολελειμμένης διαύγειας», Διόδ.).

Russian (Dvoretsky)

διαύγεια:
1) просвечивание, свечение (μαρτυρία τῆς θερμότητος ἡ δ. Plut.);
2) просвет, отверстие (κατὰ μέσην τὴν ὀροφὴν ἀπολελειμμένη δ. Diod.).