Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

θαλλίον

From LSJ
Revision as of 15:35, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θαλλίον Medium diacritics: θαλλίον Low diacritics: θαλλίον Capitals: ΘΑΛΛΙΟΝ
Transliteration A: thallíon Transliteration B: thallion Transliteration C: thallion Beta Code: qalli/on

English (LSJ)

τό, in pl.,

   A presents (cf. θαλλός 111), POxy.1481.7 (ii A.D.): pl. written θάλεια, Wilcken Chr.323.20 (ii A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

θαλλίον: τό, ὑποκορ. τοῦ θαλλός, μικρὸς βλαστὸς ἐλαίας ἢ φοίνικος, Ἀποφθ. Πατέρ. 93C, 253C. 2) = «ζεμπίλι», θαλλὶν (ἀντὶ θαλλίον) σίτου Ἀποφθ. Πατέρ. 92Β.

Greek Monolingual

θαλλίον, το (AM) (Μ και θαλλίν)
(υποκορ. του θαλλός) μικρός τρυφερός βλαστός
αρχ.
1. φύλλο ή κλαδί φοινικιάς
2. στον πληθ. τά θαλλία
δώρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλλός + υποκορ. κατάλ. -ιον, πρβλ. κοράσ-ιον, παιδ-ίον].