κατακόλουθος

From LSJ
Revision as of 15:50, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht

Menander, Monostichoi, 456
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακόλουθος Medium diacritics: κατακόλουθος Low diacritics: κατακόλουθος Capitals: ΚΑΤΑΚΟΛΟΥΘΟΣ
Transliteration A: katakólouthos Transliteration B: katakolouthos Transliteration C: katakolouthos Beta Code: ka/tos

English (LSJ)

ον,

   A following, of persons, c. dat., Vett.Val.220.4; of things, Id.125.31.

Greek Monolingual

κατακόλουθος, -ον (Α)
αυτός που ακολουθεί, ο επόμενος.
επίρρ...
κατακόλουθα και κατακούλιθα (Μ)
κατόπιν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -ακόλουθος (< ἀκόλουθος), πρβλ. αν-ακόλουθος, επ-ακόλουθος].