κυνηγετέω

From LSJ
Revision as of 16:45, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠνηγετέω Medium diacritics: κυνηγετέω Low diacritics: κυνηγετέω Capitals: ΚΥΝΗΓΕΤΕΩ
Transliteration A: kynēgetéō Transliteration B: kynēgeteō Transliteration C: kynigeteo Beta Code: kunhgete/w

English (LSJ)

Dor. κυνᾱγ-,

   A hunt, Ar.Eq.1382, X. Cyn.5.34, etc.: c. acc., ὗς ἀγρίους κ. Aeschin.3.255, cf. Plb.31.14.3: metaph., persecute, harass, A.Pr.572 (lyr.); hunt down, τινας Plu. Mar.43: c. acc. cogn., κ. τέκνων διωγμόν E.HF898 (lyr.): abs., quest about, like a hound, S.Aj.5.

Greek (Liddell-Scott)

κῠνηγετέω: Δωρ. κυνᾱγ- (ἴδε ἐν λέξ. κυναγός)· ― κυνηγῶ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1382, Ξεν., κλ.· πρβλ. ἐκκυνηγετέω· ― μεταφορ., καταδιώκω, κατατρύχω Αἰσχύλ., Πρ. 573. μετὰ συστοίχ. αἰτ., Σοφ. Αἴ. 5.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 intr. aller à la chasse;
2 tr. poursuivre à la chasse, chasser ; fig. poursuivre, harceler, ou simpl. rechercher la piste, acc..
Étymologie: κυνηγέτης.

Greek Monotonic

κῠνηγετέω: Δωρ. κυνᾱγ-, μέλ. -ήσω (κυνηγέτης),
I. κυνηγώ, καταδιώκω, σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ.· μεταφ., διώκω, καταδιώκω, σε Αισχύλ.
II. κατατρύχω, όπως ένας κυνηγετικός σκύλος, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

κῠνηγετέω: дор. κῠνᾱγετέω
1) идти на охоту Arph., Xen.;
2) охотиться, ловить или убивать на охоте (ὗς ἀγρίους Aeschin.);
3) выслеживать (τὰ ἴχνη τινός Soph.);
4) (тж. κ. διωγμόν τινος Eur.) преследовать (τινα Aesch., Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυνηγετέω, Dor. κυνᾱγετέω [κυνηγέτης] jagen, op jacht gaan. jacht maken op, achtervolgen.

Middle Liddell

κῠνηγετέω, κυνηγέτης
I. to hunt, Ar., Xen., etc.:—metaph. to persecute, harass, Aesch.
II. to quest about, like a hound, Soph.