λακίζω

From LSJ
Revision as of 16:50, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾰκίζω Medium diacritics: λακίζω Low diacritics: λακίζω Capitals: ΛΑΚΙΖΩ
Transliteration A: lakízō Transliteration B: lakizō Transliteration C: lakizo Beta Code: laki/zw

English (LSJ)

   A tear, Lyc.1113, AP9.117 (Stat. Flacc.):—Pass., ib.4.3b. 14 (Agath.); λακισθεὶς ὑπὸ λύκων MAMA1.286 (Phrygia).    2 split, καλάμους POxy.326 (i A. D., λακήσῃ Pap.).    II = θωπεύω (s. v.l.), Hsch.

German (Pape)

[Seite 8] zerreißen, zersetzen, Agath. prooem. 60 (IV, 3); ἐν φοναῖς δέμας, Lycophr. 1113, Schol. σχίζειν, ἀφανίζειν. – Nach Hesych. auch = θω πεύω; – λακιστός, zerrissen, Antiphan. bei Ath. VII, 303 f; Luc. Piscat. 2.

Greek (Liddell-Scott)

λᾰκίζω: σπαράττω, Λυκόφρ. 1113, Ἀνθ. Π. 4. 3, 60. - Παθ., ἐπὶ πλοίου, Ἐπιφάν. ΙΙ. = θωπεύω, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

déchirer.
Étymologie: λακίς.

Greek Monolingual

λακίζω) λακίς
νεοελλ.
τρέπομαι σε φυγή, λακώ, γλακώ
αρχ.
1. σπαράζω, ξεσχίζω («λακισθεὶς ὑπὸ λύκων», επιγρ.)
2. σκίζω
3. σπάζω
4. καταστρέφω
5. (κατά τον Ησύχ.) πιθ. «θωπεύω».
[ΕΤΥΜΟΛ. Το νεοελλ. λακίζω από μεταπλασμό του τ. λακώ].

Greek Monotonic

λᾰκίζω: σπαράζω στο κλάμα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

λακίζω: рвать на части, разрывать, растерзывать (χαλκῷ τι, κόμας καρήνου Anth.).

Middle Liddell

λᾰκίζω,
to tear, Anth. [from λᾰκίς]