λάτρευμα

From LSJ
Revision as of 16:55, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ' ἔμφρων πατήρ → Prudente patre bonum non maius filio → Dem Sohn ist ein verständiger Vater größtes Gut

Menander, Monostichoi, 525
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λάτρευμα Medium diacritics: λάτρευμα Low diacritics: λάτρευμα Capitals: ΛΑΤΡΕΥΜΑ
Transliteration A: látreuma Transliteration B: latreuma Transliteration C: latrevma Beta Code: la/treuma

English (LSJ)

ατος, τό, in pl.,

   A service for hire, πόνων λατρεύματα painful service, S.Tr.357.    2 service paid to the gods, worship, E.IT1275 (lyr.).    II = λάτρις, slave, Id.Tr.1106 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 18] τό, der Dienst um Lohn, Dienst; οὐδ' ἐπ' Ὀμφάλῃ πόνων λατρεύματα Soph. Trach. 356; Eur. I. T. 1275. – Der Knecht, Diener, Eur. Troad. 1105.

Greek (Liddell-Scott)

λάτρευμα: τό, ἐν τῷ πληθ., ὑπηρεσία ἐπὶ μισθῷ, πόνων λατρεύματα, ἐπίπονος, ὀδυνηρὰ ὑπηρεσία, Σοφ. Τρ. 357· ― ὑπηρεσία, λατρεία εἰς τοὺς θεούς, Εὐρ. Ι. Τ. 1275. ΙΙ. = λάτρις, ὡς τὸ Λατ. servitium = servus, δοῦλος, ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 1106.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
service de mercenaire ; p. ext. service des dieux, culte.
Étymologie: λατρεύω.

Greek Monolingual

λάτρευμα, τὸ (Α) λατρεύω
1. στον πληθ. τὰ λατρεύματα
α) υπηρεσία που παρέχεται επί μισθώ («πόνων λατρεύματα» — επίπονη μισθωτή υπηρεσία, Σοφ.)
β) λατρεία που παρέχεται στους θεούς («πολύχρυσα θέλων λατρεύματα σχεῑν», Ευρ.)
2. θεράπων, υπηρέτης, δούλος («ὅς με... Ἑλλάδι λάτρευμα γᾱθεν ἐξορίζει», Ευρ.).

Greek Monotonic

λάτρευμα: -ατος, τό,
I. 1. στον πληθ., μισθωτή υπηρεσία, πόνων λατρεύματα, επίπονη, οδυνηρή υπηρεσία, σε Σοφ.
2. υπηρεσία, λατρεία στους θεούς, σε Ευρ.
II. = λάτρις, μισθωτός υπηρέτης, δούλος, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

λάτρευμα: ατος τό
1) Soph. = λατρεία 1;
2) pl. Eur. = λατρεία 2;
3) слуга, раб (λ. τινα γᾶθεν ἐξορίζειν Eur.).

Middle Liddell

λάτρευμα, ατος, τό,
I. in pl. service for hire, πόνων λατρεύματα painful service, Soph.
2. service paid to the gods, worship, Eur.
II. = λάτρις, a slave, Eur. [from λατρεύω