παλαίωσις
English (LSJ)
εως, ἡ, (παλαιόομαι)
A keeping for a long time, esp. of wine, παλαίωσιν δέχεσθαι Str.5.4.3, cf. Plu.2.656b, Ath.1.33b, Xenocr. ap. Orib.2.58.140; of drugs, maturing, Hp.Decent.10; dilapidated condition of a house, Stud.Pal.22.131.7 (ii A. D.): metaph., διελθεῖν εἰς π. LXX Na. 1.15 (2.1); μῆνις ὀργὴ εἰς π. ἀποτιθεμένη Andronic.Rhod.p.572 M.
German (Pape)
[Seite 446] ἡ, das Altmachen, Altwerden; οἶνος χαριέστατος εἰς παλαίωσιν, Ath. I, 33 b; οἴνῳ μὲν ὠφέλιμον, ἐλαίῳ δ' ἀσύμφορον παλαίωσις, Plut. Symp. 7, 3, 4; a. Sp.; Schol. Ar. Ran. 868 erkl. μῆνις = ὀργὴ εἰς παλαίωσιν ἀποτιθεμένη.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλαίωσις: ἡ, (παλαιόομαι) τὸ γίγνεσθαι παλαιόν, μάλιστα ἐπὶ οἴνου, παλαίωσιν δέχεσθαι Στράβ. 243, πρβλ. Πλούτ. 2. 656Β, Ἀθήν. 33Β ἡ π. τῶν ἱματίων Achmes Ὀνειρ. 158.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de vieillir, vétusté.
Étymologie: παλαιός.
Greek Monotonic
πᾰλαίωσις: ἡ (παλαιόομαι), φθορά με τον χρόνο, παλαίωση, σε Στράβ.
Russian (Dvoretsky)
πᾰλαίωσις: εως ἡ старение (οἴνῳ ὠφέλιμον π., sc. ἐστιν Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παλαίωσις -εως, ἡ [παλαιόω] langere houdbaarheid.
Middle Liddell
πᾰλαίωσις, εως, [παλαιόομαι]
a growing old, Strab.