περατός
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance (Hippocrates)
English (LSJ)
Ion. περητός, ή, όν, (περάω Α)
A = περάσιμος, Γαδείρων τὸ πρὸς ζόφον οὐ π. Pi.N.4.69; ποταμὸς νηυσὶ π. navigable, Hdt.1.189,al. (better νηυσιπέρητος) ; τάφρος οὐ π. Plu.Pyrrh.28. 2 = περατικός, PCair.Zen.536.7 (iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 563] ion. περητός, auch 2 Endgn, wie περάσιμος, worüber man fahren, übersetzen kann; πρὸς ζόφον Γαδείρων οὐ περατόν, Pind. N. 4, 69; ποταμὸς νηυσὶ περητός, Her. 1, 189; ἡ μεγίστη τῶν διωρύχων ἐστὶ νηυσὶ περητός, 1, 193; τάφρος, Plut. Pyrrh. 28.
Greek (Liddell-Scott)
περᾱτός: Ἰων. περητός, ή, όν, (περάω) = περάσιμος, τὸ πρὸς ζόφον οὐ π. Πίνδ. Ν. 4. 114· ποταμὸς νηυσὶ π. Ἡρόδ. 1. 189 πρβλ. 193., 5. 52.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
c. περάσιμος.
Étymologie: adj. verb. de περάω¹.
English (Slater)
περᾱτός
1 to be passed Γαδείρων τὸ πρὸς ζόφον οὐ περατόν (N. 4.69)
Greek Monolingual
και ιων. τ. περητός, -ή, -όν, Α περώ
1. αυτός από τον οποίο μπορεί να περάσει κανείς, διαβατός
2. ο περατικός
3. (για ποταμό) ο πλωτός.
Greek Monotonic
περᾱτός: Ιων. -ητός, -ή, -όν, = περάσιμος, σε Πίνδ., Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
περᾱτός: ион. περητός 3 проходимый, переходимый, доступный для переправы (ποταμὸς νηυσὶ π. Her.; τάφρος Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περᾱτός -ή -όν [περάω] begaanbaar, bevaarbaar.
Middle Liddell
περᾱτός, ιονιξ -ητός, ή, όν = περάσιμος, Pind., Hdt.]