περίψηφος
From LSJ
ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενος → either love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight
English (LSJ)
ὁ,
A calculator, Sch.Ar.Pl.237, Hsch. s.v. ῥυπαρός, Suid. s.v. λογισταί.
German (Pape)
[Seite 601] ὁ, Rechenmeister, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
περίψηφος: ὁ, λογιστής, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 237, Σουΐδ. ἐν λέξ. λογισταί.