στροφεύς

From LSJ
Revision as of 19:57, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στροφεύς Medium diacritics: στροφεύς Low diacritics: στροφεύς Capitals: ΣΤΡΟΦΕΥΣ
Transliteration A: stropheús Transliteration B: stropheus Transliteration C: strofeys Beta Code: strofeu/s

English (LSJ)

έως, ὁ,

   A vertebra, Poll.2.130.    II socket in which the pivot of a door (cf. στρόφιγξ) moved, Ar.Th.487, Fr.255, Hermipp. 47.9(anap.), Thphr.HP5.6.4, Kourouniotes Ἐλευσινιακά 1.190 (Eleusis, iv B.C.), IG11(2).287 B 148 (Delos, iii B.C.), Plb.7.16.5.    2 the pivot itself,= στρόφιγξ, ὁ κατὰ τοῦ ὁλμίσκου βεβηκὼς σ. S.E.M.10.54, cf. BGU1201.17 (i B.C./i A.D.), PMag.Osl.1.136, Luc.DMeretr. 12.3.    3 part of a weasel-trap, Gloss.

German (Pape)

[Seite 956] έως, ὁ, 1) der Wirbelknochen des Halses u. Rückgrats, Poll. 2, 130. – 2) der Angelhaken, auf dem sich die Thür dreht, Ar. Thesm. 487 (vgl. στρόφιγξ); Pol. sagt διακόπτειν τοὺς στροφεῖς τῶν πυλῶν, 7, 16, 5; Luc. D. Meretr. 12; vgl. S. Emp. adv. phys. 2, 54.

Greek (Liddell-Scott)

στροφεύς: έως, ὁ, (στρέφω) εἷς τῶν σπονδύλων τοῦ τραχήλου ἢ τῆς σπονδυλικῆς στήλης, Πολυδ. Β΄, 130. ΙΙ. θήκη ἐν ᾗ ὁ στρόφιγξ τῆς θύρας περιεστρέφετο, Ἀριστοφ. Θεσμ. 487, Ἀποσπ. 251, Ἔρμιππ. ἐν «Μοίραις» 2, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 6, 4, Πολύβ. 7. 16, 5.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
gond de porte.
Étymologie: στρέφω.

Spanish

quicio

Greek Monolingual

-έως, ὁ, Α
βλ. στροφέας.

Greek Monotonic

στροφεύς: -έως, ὁ (στρέφω), υποδοχή, θήκη γύρω από την οποία περιστρέφονταν οι στρόφιγγες της πόρτας (ὁ στρόφιγξ), στρόφιγγα, μεντεσές, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

στροφεύς: έως ὁ дверной поворотный крюк, шарнир Arph., Polyb., Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στροφεύς -έως, ὁ [στρέφω] holte (waarin de deurspil draait). Aristoph. Th. 487. deurspil. Luc. 80.12.3.

Middle Liddell

στροφεύς, έως, ὁ, στρέφω
the socket in which the pivot of a door (ὁ στρόφιγξ) moved, Ar.