σφραγιστής

From LSJ
Revision as of 20:20, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφρᾱγιστής Medium diacritics: σφραγιστής Low diacritics: σφραγιστής Capitals: ΣΦΡΑΓΙΣΤΗΣ
Transliteration A: sphragistḗs Transliteration B: sphragistēs Transliteration C: sfragistis Beta Code: sfragisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A sealer, title of Egyptian priests who sealed the victim before sacrifice, Plu.2.363b (cf. μοσχοσφραγιστής): also, witness who seals a will, BGU361 iii 13 (ii A.D., pl.).

German (Pape)

[Seite 1052] ὁ, = σφραγιστήρ, Plut. Is. et Os. 31.

Greek (Liddell-Scott)

σφρᾱγιστής: -οῦ, ὁ, ὁ σφραγίζων, ὄνομα Αἰγυπτίου ἱερέως, Πλούτ. 2. 363Β.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
celui qui scelle ; οἱ σφραγισταί corporation de prêtres égyptiens.
Étymologie: σφραγίζω.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ σφραγίζω
υπάλληλος που ενεργεί σφράγιση
αρχ.
1. τίτλος Αιγυπτίων ιερέων που σφράγιζαν το θύμα πριν από τη θυσία
2. μάρτυρας που υπογράφει και επισφραγίζει μία διαθήκη.

Russian (Dvoretsky)

σφρᾱγιστής: οῦ ὁ хранитель печати: οἱ σφραγισταί Plut. сфрагисты (египетские жрецы, накладывавшие печати на жертвенных животных).