τετανόθριξ
τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → but what is this to me, about an oak or a rock | but what are these things about a tree or a rock to me | why all this about trees and rocks | why all this about what we have nothing to do with | but why am I off on this tangent
English (LSJ)
ὁ, ἡ, gen. τριχος,
A with long straight hair, Pl.Euthphr. 2b, S.E.M.5.95; = prolixus, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1096] τριχος, ὁ, ἡ, mit langem od. glattem, schlichtem Haare; Plat. Euthyphr. 2 b; Ggstz von οὐλόκομος, S. Emp. adv. math. 7, 267.
Greek (Liddell-Scott)
τετᾰνόθριξ: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μακρὰς καὶ τεταμένας τρίχας, ἀντίθετον τῷ οὐλόθριξ, Πλάτ. Εὐθύφρων 2Β, Σέξτ. Ἑμπ. π. Μ. 5. 95.
French (Bailly abrégé)
ότριχος (ὁ, ἡ)
aux cheveux longs et plats.
Étymologie: τετανός, θρίξ.
Greek Monolingual
-τριχος, ό, ἡ, Α
αυτός που έχει μακριά και ίσια μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέτανος + θρίξ, τριχός (πρβλ. χρυσό-θριξ)].
Greek Monotonic
τετᾰνόθριξ: ὁ, ἡ, αυτός που έχει μακριά ίσια μαλλιά, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
τετᾰνόθριξ: τρῐχος adj. с длинными и прямыми волосами Plat., Sext.