χυτλάζω
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
English (LSJ)
A anoint one after bathing, Hp. ap. Erot. (Pass.), cf. Gal. 19.155; cf. χύτλον 2. 2 metaph., throw carelessly down, τὰ γόνατ' ἔκτεινε καὶ γυμναστικῶς χύτλασον σεαυτὸν ἐν τοῖς στρώμασιν Ar.V. 1213, ubi v. Sch.
German (Pape)
[Seite 1385] eigtl. gießen, ausgießen; übrtr. hinstrecken, hinbreiten; τὰ γόνατ' ἔκτεινε καὶ γυμναστικῶς χύτλασον σεαυτὸν ἐν τοῖς στρώμασιν Ar. Vesp. 1213, wo der Schol. zu vgl.; auch = begießen, reinigen, baden, salben.
Greek (Liddell-Scott)
χυτλάζω: μέλλ. -άσω, χρίω τινὰ μετὰ τὸ λουτρόν, Ἱππ. παρ’ Ἐρωτιαν. 394· πρβλ. χύτλον. 2) μεταφορ., τὰ γόνατ’ ἔκτεινε καὶ γυμναστικῶς χύτλασον σεαυτὸν ἐν τοῖς στρώμασιν, διάχυσον σεαυτόν, «ἁπλώσου εἰς τὴν κλίνην», Ἀριστοφ. Σφ. 1213, ἔνθα ἴδε Σχόλ.· ― πρβλ. τὸ τοῦ Οὐεργιλίου fusus per herbam.
French (Bailly abrégé)
verser, répandre ; p. anal. étendre de tout son long.
Étymologie: χύτλον.
Greek Monolingual
Α χύτλον
1. αλείφω κάποιον με υδρέλαιο μετά το λουτρό
2. φρ. «χυτλάζω ἐμαυτόν» — ξαπλώνομαι, τεντώνομαι (Αριστοφ.).
Greek Monotonic
χυτλάζω: μέλ. -άσω, αλείφω μετά το λουτρό· μεταφ., ξαπλώνω χύτλασον σεαυτὸν ἐντοῖς στρώμασιν, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
χυτλάζω: досл. разливать, рассыпать, перен. растягивать: χ. ἑαυτὸν ἔν τινι Arph. растягиваться во весь рост на чем-л.
Middle Liddell
χυτλάζω, fut. -άσω
to pour out: metaph. to throw carelessly down, χύτλασον σεαυτὸν ἐν τοῖς στρώμασιν Ar.