Μαμμάκυθος

From LSJ
Revision as of 10:10, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Μαμμάκῠθος Medium diacritics: Μαμμάκυθος Low diacritics: Μαμμάκυθος Capitals: ΜΑΜΜΑΚΥΘΟΣ
Transliteration A: Mammákythos Transliteration B: Mammakythos Transliteration C: Mammakythos Beta Code: *mamma/kuqos

English (LSJ)

[ᾱκ], ὁ, Com. word for a

   A blockhead, Ar.Ra.990 (pl.); title of play by Plato Com. or Aristagoras.

Greek (Liddell-Scott)

Μαμμάκῠθος: [ᾱκ], ὁ, κωμικὴ λέξις σημαίνουσα τὸν μωρὸν ἢ ἠλίθιον, Ἀριστοφ. Βάτρ. 990· - ὁ Πλάτων ἢ ὁ Μεταγένης ἔγραψε κωμῳδίαν φέρουσαν τὸ ὄνομα τοῦτο. - Ὅμοιοι κωμικοὶ χαρακτῆρες εἶναι τά: βλιτομάμμας, συκομάμμας (ὡσαύτως ἐκ τοῦ μάμμα), Μαργίτης ἐκ τοῦ μάργος.

Greek Monotonic

Μαμμάκῠθος: [ᾰκ], ὁ, κωμική λέξη για τον ηλίθιο, τον αλαφροΐσκιωτο, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

Μαμμά¯κῠθος, ὁ,
Comic word for a blockhead, simpleton, Ar.