ἀκροπόλος
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
English (LSJ)
ον, (πολέω)
A high-ranging, lofly, ἐπ' ἀκροπόλοισιν ὄρεσσιν Il.5.523, cf. Od.19.205. II Subst., ἀκροπόλοι, οἱ, arctic and antarctic circles, Olymp.in Mete. 183.30.
German (Pape)
[Seite 84] in der Höhe seiend, hoch; vgl. οἰοπόλος; Hom. zweimal, ἐπ' (ἐν) ἀκροπόλοισιν ὄρεσσιν Iliad. 5, 523 Od. 19, 205, im Hochgebirge.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκροπόλος: -ον, (πολέω) ὁ εἰς ὕψος αἰρόμενος, ὑψηλός, ἐν ἀκροπόλοισιν ὄρεσσιν, Ἰλ. Ε. 523, Ὀδ. Τ. 205˙ «τὸ ἐν ἀκροπ. ὄρ. ταὐτόν ἐστι τῷ κορυφαῖς ὀρῶν», Εὐστ. ἐν Ὀθ. ἔνθ’ ἀνωτ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
élevé en parl. de montagnes.
Étymologie: ἄκρος, πέλω.
English (Autenrieth)
(πέλομαι), only dat. pl.: lofty.
Spanish (DGE)
-ον
1 elevado ἐπ' ἀκροπόλοισιν ὄρεσσιν Il.5.523, Od.19.205, h.Ven.54.
2 subst. οἱ ἀ. los círculos polares Artico y Antártico, Olymp.in Mete.183.30.
Greek Monolingual
ἀκροπόλος, -ον (Α)
1. αυτός που βρίσκεται στα ύψη, ο ψηλός
2. ως ουσ. οἱ ἀκροπόλοι
οι αρκτικοί και ανταρκτικοί κύκλοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + πόλος < πολῶ (-έω) «περιφέρομαι, περιπλανώμαι, συχνάζω, διαμένω, κατοικώ»].
Greek Monotonic
ἀκροπόλος: -ον (πολέω), αυτός που σηκώνεται ψηλά, ψηλός, αγέρωχος, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκροπόλος: высоко вздымающийся, высокий (ὄρεα Hom.).
Middle Liddell
πολέω
high-ranging, lofty, Hom.