ἀφιππάζομαι
χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot
English (LSJ)
aor.
A -ασάμην Hld.7.29, etc.:—ride off or away, Plb. 29.6.18, Str.7.2.1, J.AJ14.13.5, Plu.Aem.19, Luc.Tox.50.
German (Pape)
[Seite 412] davon reiten, aor. med., pol. 29, 6; Plut. Alex. 30; Luc. Tox. 50.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφιππάζομαι: ἀόρ. -ασάμην Ἡλιόδ. 7. 29. Ἀποθ. ― Ἀφιππεύω, ἀπέρχομαι ἔφιππος, Πολύβ. 29. 6, 16, Πλουτ. Αἰμίλ. 19.
French (Bailly abrégé)
f. ἀφιππάσομαι, ao. ἀφιππασάμην;
s’éloigner à cheval.
Étymologie: ἀπό, ἱππάζομαι.
Spanish (DGE)
irse a caballo c. rég. prep. εἰς πόλιν Plb.29.18.1, Plu.Aem.19, εἰς Σελεύκιαν I.AI 18.49, ἐς τὴν Σκυθίαν Luc.Tox.50, ἐπὶ τὰ Λοκρῶν ὄρη Hld.4.18.1, ὡς τὸν Ὀροονδάτην Hld.7.29.2, sin rég. φησὶ γὰρ τοὺς ἱππέας ... ἀφιππάσασθαι Str.7.2.1, ἐκεῖνοι γὰρ ἔμελλον ῥᾳδίως ἀφιππάζεσθαι Polyaen.6.38.9, cf. I.AI 14.345.
Greek Monolingual
ἀφιππάζομαι (Α) ιππάζομαι
φεύγω έφιππος.
Greek Monotonic
ἀφιππάζομαι: αποθ., απομακρύνομαι ή φεύγω έφιππος, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀφιππάζομαι: уезжать верхом (на лошади) Polyb., Plut., Luc.