ἐκτότης
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A being ἐκτός, absence, νόσου Gal.10.54.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτότης: -ητος, ἡ, τὸ εἶναι ἐκτός, ἀπουσία, νόσου Γαλην. 10. 54.
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ ausencia νόσου Gal.10.54, ὑγείας Gal.10.56.
Greek Monolingual
ἐκτότης, η (Α)
το να είναι κάποιος ή κάτι εκτός, η έλλειψη, η απουσία («εκτότης νόσου» — απουσία νόσου, Γαλην.).