ἐνοικήσιμος
From LSJ
τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
English (LSJ)
ον,
A habitable, Sch.S.OC27.
German (Pape)
[Seite 849] bewohnbar, Schol. Soph. O. C. 27.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνοικήσιμος: -ον, ὃν δύναταί τις νὰ κατοικήσῃ, κατάλληλος πρὸς κατοικίαν, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ο. Κ. 27.
Spanish (DGE)
-ον habitable Sch.S.OC 27P.
Greek Monolingual
ἐνοικήσιμος, -ον (Α) ενοικώ
ο κατάλληλος για κατοικία, κατοικήσιμος.