ἐνοικήσιμος

From LSJ
Revision as of 15:05, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτεροςthough they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνοικήσιμος Medium diacritics: ἐνοικήσιμος Low diacritics: ενοικήσιμος Capitals: ΕΝΟΙΚΗΣΙΜΟΣ
Transliteration A: enoikḗsimos Transliteration B: enoikēsimos Transliteration C: enoikisimos Beta Code: e)noikh/simos

English (LSJ)

ον,

   A habitable, Sch.S.OC27.

German (Pape)

[Seite 849] bewohnbar, Schol. Soph. O. C. 27.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνοικήσιμος: -ον, ὃν δύναταί τις νὰ κατοικήσῃ, κατάλληλος πρὸς κατοικίαν, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ο. Κ. 27.

Spanish (DGE)

-ον habitable Sch.S.OC 27P.

Greek Monolingual

ἐνοικήσιμος, -ον (Α) ενοικώ
ο κατάλληλος για κατοικία, κατοικήσιμος.