ἐπεξεργασία
οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
ἡ,
A investigation, Ptol.Tetr.117; elaboration, Eustr.in EN135.16, Sch.Il.11.226; carrying into effect of a law, Just. Nov.99Pr.
German (Pape)
[Seite 916] ἡ, Ueberarbeitung, Vollendung; Schol. Il. 11, 126; Schol. Ar. Nubb. 136.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπεξεργασία: ἡ, τὸ ἐπεξεργάζεσθαι, τελειοποιεῖν τι, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Λ. 11. 226.
Greek Monolingual
η (AM ἐπεξεργασία) επεξεργάζομαι
προσεκτική και λεπτομερής διόρθωση και συμπλήρωση έργου για να δοθεί η τελική του μορφή («επεξεργασία συγγράμματος, λόγου, κοσμήματος, σχεδίου» κ.λπ.)
νεοελλ.
σχήμα εκφράσεως κατά το οποίο μια ιδέα αναλύεται με πολλές λέξεις ή φράσεις συνώνυμες για να καταστεί σαφέστερη
μσν.
η εφαρμογή του νόμου
αρχ.
εξέταση, έρευνα.