ἐνδιαφθείρω

From LSJ
Revision as of 15:35, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνδιαφθείρω Medium diacritics: ἐνδιαφθείρω Low diacritics: ενδιαφθείρω Capitals: ΕΝΔΙΑΦΘΕΙΡΩ
Transliteration A: endiaphtheírō Transliteration B: endiaphtheirō Transliteration C: endiaftheiro Beta Code: e)ndiafqei/rw

English (LSJ)

fut. -ερῶ,

   A to destroy in, dub. in Plu.2.658c; destroy a child in the womb, Hp.Carn.19.

German (Pape)

[Seite 834] darin verderben, vernichten, Hippocr. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνδιαφθείρω: μέλλ. -ερῶ, διαφθείρω, καταστρέφω τι ἐντός, Πλούτ. 2. 658C· αἱ ἑταῖραι αἱ δημόσιαι... γιγνώσκουσι ὁκόταν λάβωσιν ἐν γαστρί, κἄπειτ’ ἐνδιαφθείρουσι, καταστρέφουσι τὸ ἔμβρυον ἐν τῇ μήτρᾳ, Ἱππ. 254. 6.

French (Bailly abrégé)

détruire dans.
Étymologie: ἐν, διαφθείρω.

Spanish (DGE)

abortar αἱ ἑταῖραι ... γινώσκουσιν ὁκόταν λάβωσιν ἐν γαστρὶ κἄπειτ' ἐνδιαφθείρουσι Hp.Carn.19.

Greek Monolingual

ἐνδιαφθείρω (AM)
1. διαφθείρω, καταστρέφω
2. καταστρέφω το έμβρυο στη μήτρα.

Russian (Dvoretsky)

ἐνδιαφθείρω: (в чем-л.) разрушать, портить (τι Plut.).